Οι αποκαλύψειος του «ΑΡΤΕΜIΣ»
Με την παρουσία εκπροσώπων κυνηγετικών οργανώσεων από τις περισσότερες μεσογειακές χώρες έγινε η παρουσίαση των αποτελεσμάτων του επιστημονικού ερευνητικού προγράμματος «Αρτεμις». Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ήταν το αποτέλεσμα 15 χρόνων λειτουργίας του «Αρτεμις» που χρηματοδοτείται αποκλειστικά από την Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος με χρήματα των Ελλήνων κυνηγών. Οι δυνατότητες του προγράμματος είναι πραγματικά απεριόριστες... Μπορούν να προσφέρουν τα μέγιστα στην έρευνα της βιολογίας των θηραμάτων, στην έρευνα για το κυνηγετικό ενδιαφέρον και την κάρπωση, αλλά και οικονομικά στοιχεία σχετικά με την κυνηγετική δραστηριότητα, τον κυνηγετικό τουρισμό κλπ.
Στο σημερινό τεύχος θα δούμε κάποια στοιχεία από αυτά που παρουσίασαν οι υπεύθυνοι του προγράμματος Δρ. Χρήστος Θωμαΐδης (...) και ο Δασολόγος Μηχανολόγος Φάνης Καραμπατζάκης.
Το «Αρτεμις» μετράει την κυνηγετική εμπειρία με βάση τη χρονολογία έκδοσης της πρώτης άδειας. Δηλαδή, ένας κυνηγός που κυνηγάει π.χ. 20 χρόνια θεωρείται πιο έμπειρος από κάποιον που κυνηγάει 10. Ομως πέρα από την εμπειρία καταγράφεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα της κυνηγετικής κοινότητας (κατά τη γνώμη του γράφοντος) που είναι το... δημογραφικό.
Χαρακτηριστικό του προβλήματος είναι η θεαματική πτώση στην έκδοση των κυνηγετικών αδειών κατά την τελευταία 20ετία. Τη δεκαετία του 1980 εκδίδονταν 345.000 κυνηγετικές άδειες, ενώ σήμερα έχουν πέσει στις 230.000. Από τους εν ενεργεία κυνηγούς οι περισσότεροι έχουν βγάλει για πρώτη φορά άδεια τη δεκαετία 1981-1990. Την επόμενη όμως δεκαετία, δηλαδή ανάμεσα στο 1991 και το 2000, μπήκαν στην κυνηγετική δραστηριότητα λιγότεροι από τους μισούς κυνηγούς σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Εκτοτε η πτώση συνεχίζεται σταθερά... Δυστυχώς η αντικυνηγετική προπαγάνδα έχει κάνει τη δουλειά της αποτρέποντας τους νέους να ασχοληθούν με το... «δολοφονικό κυνήγι», στρέφοντάς τους σε άλλες «πολιτικά ορθές» δραστηριότητες όπως είναι το internet, το ποδόσφαιρο κλπ. Είναι πραγματικά ενδιαφέρον ότι ακόμα και τα παιδιά των κυνηγών σε πολύ μικρό, σχετικά, ποσοστό γίνονται κυνηγοί.
Δυστυχώς, οι προοπτικές είναι ακόμα πιο δυσάρεστες, με δεδομένη την οικονομική κρίση που έχει πλήξει την ελληνική κοινωνία. Την επόμενη σεζόν αναμένεται σημαντική πτώση στην έκδοση των κυνηγετικών αδειών και αυτό θα είναι ένα ακόμα χτύπημα στην ευρωστία των Κυνηγετικών Συλλόγων, των επιχειρήσεων κυνηγετικών ειδών κ.ο.κ. Αυτό βέβαια δεν είναι διαπίστωση του «Αρτεμις», αλλά όσων αντιλαμβάνονται τι σημαίνει οικονομική κρίση...
Στο ζενίθ ο αγριόχοιρος
Γουρούνια! Πολλά γουρούνια! Η αύξηση του πληθυσμού τους επιβεβαιώνεται και από το πρόγραμμα «Αρτεμις». Ενδεικτικός είναι ο... ενθουσιώδης τρόπος με τον οποίο καταγράφεται αυτή η διαπίστωση και ο τρόπος με το οποίο παρουσιάστηκε: «Ραγδαία είναι και η αυξητική τάση της εθνικής ετήσιας κάρπωσης, γεγονός που σηματοδοτεί ανάλογη αυξητική τάση και στον πληθυσμό, ιδιαίτερα μετά το 2001 που άρχισε και η εντονότερη θηροφύλαξη λόγω της λειτουργίας της Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής».
Μέσα σε μια δεκαετία η κάρπωση υπερδιπλασιάστηκε και όπως θα δείτε στο σχετικό γράφημα έφτασε και ξεπέρασε τα 250.000 ζώα. Αυτή η εξέλιξη σαφώς έχει και παραμέτρους οι οποίες δεν καταμετρώνται από το «Αρτεμις», τουλάχιστον προς το παρόν. Ενα κέρδος πέρα από τη μεγάλη κάρπωση, είναι και η μείωση της πίεσης στα άλλα θηράματα και ειδικότερα στον λαγό. Η στροφή αρκετών κυνηγών στο γουρουνοκυνήγι ωφέλησε τον λαγό, που δείχνει και αυτός αυξητικές τάσεις.
Βεβαίως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αύξηση του πληθυσμού του αγριόχοιρου οφείλετε και στην... μπασταρδοποίησή του με ήμερους αγριόχοιρους. Δυστυχώς μεγάλο πλέον μέρος του πληθυσμού των αγριόχοιρων ανήκει στο συμπαθές είδος των ημιάγριων, που το χαρακτηριστικό τους είναι η ευκολία στην αναπαραγωγή και οι μεγάλες σε αριθμό γέννες. Ομως γι' αυτό το μεγάλο θέμα θα τα πούμε άλλη φορά...
Ο «κύκλος» της πέρδικας
Επιβεβαιώνεται και από το ερευνητικό πρόγραμμα «Αρτεμις» η τάση που υπάρχει σε αυτό το είδος, για ανώτατο και κατώτερο πληθυσμιακό επίπεδο μέσα σε έναν δεκαετή κύκλο. Σύμφωνα με το αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν, τη διετία '95-'96 θηρεύτηκαν οι περισσότερες πέρδικες, ενώ ακολούθησε πτωτική τάση μέχρι τη διετία 2003-2004, οπότε η κάρπωση ανεβαίνει και πάλι σε μεγάλα επίπεδα. Βέβαια, η κάρπωση είναι αποτέλεσμα της κυνηγετικής ευκαιρίας, οπότε το συμπέρασμα βγαίνει εύκολα. Οταν υπάρχουν θηράματα, υπάρχει και ανάλογη κάρπωση. Και στα πολλά και στα λίγα!
Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι από την περίοδο 2007-2008 μετατοπίστηκε η κυνηγετική περίοδος του κυνηγίου της ορεινής πέρδικας και από 15 Σεπτεμβρίου που ήταν η έναρξη μεταφέρθηκε στην 1η Οκτωβρίου. Αντίστοιχα η λήξη από 30 Νοεμβρίου πήγε στις 15 Δεκεμβρίου. Αυτή η μετατόπιση μείωσε την πίεση στην πέρδικα, αφού πολλοί κυνηγοί στρέφονται στο κυνήγι της μπεκάτσας, ενώ παράλληλα οι καιρικές συνθήκες του χειμώνα αποθαρρύνουν αρκετούς από το να ανέβουν στα βουνά.
Την επόμενη χρονιά επί «υφυπουργίας» Κιλτίδη μειώθηκε και το όριο κάρπωσης, από τέσσερα σε δύο πουλιά.
Στην έρευνα του «Αρτεμις» ως περδικοκυνηγοί υπολογίζονται όσοι θήρευσαν τουλάχιστον μία πέρδικα σε μια κυνηγετική περίοδο.
Η μέση κάρπωση των περδικοκυνηγών είναι τέσσερα πουλιά ανά έτος και αυτός ο αριθμός παραμένει σταθερός ολόκληρη την 15ετία της έρευνας. Ομως, μειώνεται ο αριθμός των περδικοκυνηγών. Το ανώτερο επίπεδο παρατηρείται την περίοδο 1995-1996 με ποσοστό 33% επί του συνόλου των κυνηγών, ενώ το κατώτερο, που είναι 20%, την περίοδο 2008-2009. Αυτή η τάση επηρεάζει και τη συνολική κάρπωση και βέβαια αποτυπώνεται στον συνολικό αριθμό της κάρπωσης. Το 1996 θηρεύτηκαν 320.000 ορεινές πέρδικες, ενώ το 2008 λιγότερες από τις μισές. Μόλις 150.000 πουλιά...
Μπεκάτσες σε μετακίνηση...
Η μπεκάτσα παρουσιάζει επίσης τον κυκλικό βιολογικό κύκλο και περίπου κάθε δέκα χρόνια έχει ένα ανώτατο και κατώτατο σημείο. Τα αποτελέσματα του «Αρτεμις» αποδεικνύουν ότι η κάρπωση ακολουθεί τη διακύμανση του πληθυσμού και σε καμιά περίπτωση το κυνήγι δεν επηρεάζει τον πληθυσμό του είδους.
Οι καλύτερες χρονιές από πλευράς κάρπωσης ήταν το 1999-2000 και το 2007-2008 οπότε η κάρπωση έφτασε το ανώτατο επίπεδο που ήταν 12 πουλιά (μέσος όρος) επί του συνόλου των μπεκατσοκυνηγών. Η χειρότερη χρονιά ήταν το 2002-2003, οπότε η μέση κάρπωση έπεσε στα 5 πουλιά ανά μπεκατσοκυνηγό.
Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι στο σύνολο των κυνηγών ο ένας στους δύο θηρεύει τουλάχιστον μια μπεκάτσα μέσα στην κυνηγετική σεζόν.
Να σημειώσουμε επίσης ότι ο κυνηγός φονεύει μια στις τρεις από αυτές που συναντάει, ενώ βάζει στην τσάντα ένα πουλί ανά δύο εξορμήσεις.
Πέρα από τα προαναφερθέντα αριθμητικά στοιχεία μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι δυνατότητες που δίνει το «Αρτεμις» στην παρακολούθηση των μετατοπίσεων και της μετανάστευσης της μπεκάτσας. Ενδεικτικό ήταν το γράφημα που μας παρουσίασε ο δρ. Χρήστος Θωμαΐδης, παρουσιάζοντας τις μετατοπίσεις της μπεκάτσας το δεκαήμερο 21 έως 31 Οκτωβρίου 2007. Οι μπεκάτσες, σύμφωνα με το γράφημα, μετακινούνταν από τους νομούς Δράμας, Σερρών, Θεσσαλονίκης κλπ. προς Λέσβο, Χίο και Μικρά Ασία. Και ας περιμέναμε εμείς οι νότιοι πώς και πώς...
Η αύξηση του λαγού
Ιδού το εθνικό μας θήραμα! Το 25-30% των κυνηγών θηρεύει δύο λαγούς ανά έτος, ενώ η εθνική μας κάρπωση φτάνει τα 240.000 ζώα. Η χαμηλότερη περίοδος ήταν το 1998-1999 με μόλις 100.000 λαγούς. Ηταν η χρονιά (αν δεν κάνω λάθος) που είχε εμφανιστεί η αιμορραγική νόσος. Ηταν όμως και η χρονιά που δημιουργήθηκε και η Ομοσπονδιακή Θηροφυλακή. Από εκείνη τη χρονιά ο λαγός αυξάνεται και πληθύνεται. Αναμφίβολα η Θηροφυλακή συνέβαλε τα μέγιστα στην αύξηση των λαγών, μια και η νυκτερινή λαθροθηρία ήταν μια μάστιγα για το δημοφιλές θήραμα. Δυστυχώς αυτού του είδους η λαθροθηρία εξακολουθεί να υπάρχει έστω και σημαντικά μειωμένη. Οι αναγνώστες που διάβασαν το προηγούμενο τεύχος με το ρεπορτάζ της καταδίκης του δολοφόνου νυκτολαθροθήρα, μπορούν να κατανοήσουν πόσο μεγάλη πληγή είναι αυτού του είδους η λαθροθηρία.
Κατά το «Αρτεμις», το 40% των Ελλήνων κυνηγών έχει θηρεύσει έναν λαγό ανά έτος, ενώ το 20% των κυνηγετικών εξορμήσεων γίνεται αποκλειστικά για κυνήγι λαγού.
Τα λοιπά θηράματα...
Τα αγριοκούνελα περιορίζονται σε κάποια νησιά, όπως π.χ. η Λήμνος, που αποτελούν πραγματική πληγή μια και αυξάνονται και πληθύνονται ανεξέλεγκτα. Το κυνηγετικό όπλο δεν μπορεί να ελέγξει τον πληθυσμό τους και αυτό αποδεικνύεται και από το πρόγραμμα «Αρτεμις». Παρά τη μεγάλη αναλογικά κάρπωση σε σχέση με τις συναντήσεις, τα αγριοκούνελα... δεν πτοούνται. Τη χρονιά 2005-2006 μπήκαν στην τσάντα 40.000 αγριοκούνελα.
Τα αγριοπερίστερα παρουσιάζουν περιορισμένο κυνηγετικό ενδιαφέρον και επομένως περιορισμένη κάρπωση.
Η καλύτερη χρονιά για την κάρπωση της νησιωτικής πέρδικας ήταν το 2003, οπότε θηρεύτηκαν περίπου 140.000 πουλιά. Εκτοτε, η «συγκομιδή» παρουσιάζει πτωτική τάση. Ομως και εδώ παρουσιάζεται ο περίφημος δεκαετής κύκλος...
Τα ορτύκια προσφέρονται για μεγάλη κάρπωση, αφού το ένα στα δύο που θα συναντήσει ο κυνηγός θα καταλήξει στην τσάντα του. Η ζήτηση και η κάρπωση παραμένουν σε σταθερά επίπεδα, κάτι που σημαίνει πως οι πληθυσμοί παρουσιάζουν αξιοσημείωτη σταθερότητα. Το ορτύκι πρέπει να... αγιοποιηθεί, κατά τα πρότυπα της... «αγίας τσίχλας» όπως την αποκαλούν χαϊδευτικά οι έμποροι.
Στις τσίχλες παρατηρείται σχετική σταθερότητα. Οταν έρχονται οι τσίχλες και όσο αυτές υπάρχουν, τόσο οι κυνηγοί εξορμούν. Μόλις χάνονται οι τσίχλες χάνονται και οι τσιχλοκυνηγοί. Η κάρπωση είναι σχετικά μικρή, αφού μόλις μια στις τέσσερις ευκαιρίες θα «καρποφορήσει» και ο κυνηγός θα βάλει το πουλί στην τσάντα. Η συνολική κάρπωση είναι εντυπωσιακή, ενώ καλύτερη χρονιά ήταν η κυνηγετική περίοδος 2004-2005.
Κείμενο: Νίκος Φωτακόπουλος
Πηγή www.diananews.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου